Κρυφός πόθος

Χιονισμένο το κεφάλι,
φλογισμένη η καρδιά,
μουχρωμένη πια η μέρα,
μια απέραντη σκιά.
Με τα πόδια γηρασμένα
κι ένα τρίτο βοηθό
περπατά στο μονοπάτι,
που τραβάει στο βουνό.
Στο τσουγκρί επάνω τώρα
το απέραντο κοιτά,
δε βελάζουνε κοπάδια,
δεν υπάρχουνε μαντριά.
Την τρανή την πλάκα βρίσκει,
τη χαϊδεύει, τη σκουπίζει,
τις ενιάρες και τις τριώτες
χαραγμένες αντικρίζει.
Πετραδάκια αυτός μαζεύει,
τους τσοπάνηδες καλεί,
για να πάρουνε τη θέση
και να παίξουνε μαζί.
Το κεφάλι σαν σηκώνει
κι ολόγυρα κοιτά
ούτε φύλλο δε σαλεύει,
μόνο μαύρη μοναξιά.
Η καρδιά γοργά χτυπάει
μ’ ανοιχτή του τη ματιά
και την πλάκα τη φιλάει
με τα δάκρυα τα καυτά.


Βόλος,15-9-2018. Η.Κ.