Φτερούγισε στον ύπνο του
ανάμεσα στ’ αστέρια,
χυθήκανε τα όνειρα
σε άγνωστα λημέρια.
Τη νιώθει την ανάσα τους,
σκιρτάει η ψυχή του,
χαμογελάει η καρδιά
σε τούτη τη φυγή του.
Στα φεγγοβόλα χέρια του
τον πήρε το φεγγάρι
σ΄ένα ταξίδι μακρινό
και με περίσσεια χάρη.
Χαράς τραγούδια φτάνουνε
απ’ τ’ ουρανού τα πλάτη,
όλες οι πόρτες ανοιχτές,
χωρίς φυλές τα κράτη.
Ανάσα είναι η χαρά,
ελπίδα η αγάπη,
χαμογελάει η ζωή
και το υνί αδράχνει.
Στο παραμύθι περπατά,
στ’ ονείρου το ταξίδι,
γέρνει τα μάτια του γλυκά,
χαμόγελο στα χείλη.
Μα ΄κει στα ξημερώματα
μιλάει το φεγγάρι.
« τον καβαλάρη δεν μπορεί
μαζί του για να πάρει».
Φεύγει εκείνο μακριά,
ατός του μένει μόνος,
θολό ποτάμι πια ομπρός,
αβάσταχτος ο πόνος.
Βόλος, 30-6 -2013