Ε.. ε.. ……Ε.. ε.., κουτσοκέρα. Πού στην ευκή τραβάς; Δε βλέπεις την μπιρμπιλομάτα, την κανούτα, που πάει στο μονοπάτι και τραβάει για το μαντρί; Μη σε φτάσω, κακομοίρα μου…….., δεν ξέρω κι εγώ τι έχεις να πάθεις!…
Με τέτοια λόγια η κυρά Βάγια προσπαθούσε να μαζέψει τις λίγες κατσίκες της και να τις φέρει στο μαντρί. Το συνήθιζε να κουβεντιάζει με τα ζωντανά της μιας και άλλον δεν είχε παρέα σ’ αυτό το καθημερινό γλέντι. Και δεν το απόπαιρνε το κοπαδάκι της, αν κάποιο ζωντανό ξεστράτιζε ή δεν πολυάκουγε στα καλέσματά της. Τώρα, όμως, βιαζότανε. Κάτι τη βασάνιζε σήμερα, Δεν ξεκολλούσε από το μυαλό της η φράση:Golden boy’s. Το άκουσε και το ξανάκουσε πολλές φορές σήμερα από το μικρό ραδιοφωνάκι της.
-Μα ποιοί είναι αυτοί που τα βολεύουν τόσο καλά; Τι καμά έχουν; Δεν μπορώ να γίνω κι’ γω; Δουλευταρού είμαι! Και δεν είμαι και καμιά χαζή!…Αμ θα σας ανακατέψω όλους…θα με δείτε και θα τρομάξετε. Άμα λέω κάτι εγώ….δεν κοροϊδεύω. Ετοιμαστήτε κι έρχουμαι. Στου κάτου- κάτου, δεν μπορώ να μπλάξω κανέναν απ’ αυτούς;
Σε μεγάλη περισυλλογή είχε πέσει η κυρά Βάγια. Έβλεπε πως μια ολάκερη ζωή τίποτα το σπουδαίο δεν είχε πετύχει, σαλαγώντας τις κατσίκες της, και πως τώρα της δινόταν η μεγάλη ευκαιρία!
-Ας είναι καλά το ραδιοφωνάκι μου, μονολογούσε. Θα τις πουλήσω τις κατσίκες μου, να πάρω και ό,τι λεφτουδάκια έχω και θα πάω στην Αθήνα.. Πολλά λεφτά, βρε μάτια μου αυτοί οι ……γκολντ μπόηδες, ..πώς στου διάουλου τους είπε. Αμ θα τους μάθω…Θα τους ξετρυπώσω ..Δε θα τους πετύχω.. και μετά σου λέω.. Θα δουν τι θα πει Βάγια!… Έτσι θα ζήσω πλούσια τα υπόλοιπα χρόνια, που μου μένουν. Θα ξεφύγω απ’ τη μιζέρια του χωριού.
Ήταν λιγερόκορμη στα νιάτα της κι απ’ τις ομορφότερες στο χωριό… Εκεί ακόμα βρισκόταν με τη σκέψη της η κυρά Βάγια. Στα ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια που ανέμελα έτρεχε εδώ κι εκεί με το παρδαλό φουστανάκι της, δώρο της νουνάς της. Μια πολύχρωμη πεταλουδίτσα με ανοιγμένες τις φτερούγες της στο φύσημα που έκανε το αγέρι της νιότης στο παρδαλό φορεματάκι της. Δεν κοίταζε που τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει για τα καλά, τα μάτια της είχαν σακουλιάσει, το πρόσωπό της έκανε περισσότερα κύματα κι απ’ αυτήν την αγριεμένη τη θάλασσα, το σώμα της είχε γείρει μπροστά και τα πόδια της κοιτάζονταν αλλήθωρα και στραβοπατούσαν τρεμουλιαστά!.. Κολακευόταν με τον παλιό της εαυτό και πίστευε πως περνούσε ακόμα και τώρα η μπογιά της. Όλα αυτά δεν τα έβλεπε και ούτε καν ήθελε να τα συλλογιέται. Στο μυαλό της ένα πράγμα είχε καρφωθεί και τη βασάνιζε όλο το βράδυ στο μικρό παραγκόσπιτό της. Τα ζωντανά ποιος τα νοιαζόταν!..
- Θα τα πουλήσω, έλεγε και ξανάλεγε, μονολογώντας. Τι να τα κάνω; Τα λυπάμαι, αλλά δε γίνεται κι αλλιώς… Μου δίνεται μια ευκαιρία να
ζήσω και εγώ σαν άνθρωπος… Θα πάω στην Αθήνα κι ας μην το πολυαναβάλλω. Θα πάω στον κυρ- Γιώργη, το χασάπη, και θα τις πουλήσω.. Κάτι θα πάρω κι από εκεί!
Η άλλη μέρα τη βρήκε ξάγρυπνη. Δεν μπήκε καθόλου στον κόπο να ασχοληθεί με τις κατσίκες της. Γι’ αυτές θα μιλούσε με το χασάπη
- Ε…θα τα βρω με το χασάπη…Τι διάουλο, θα τα χαλάσουμε; Βέβαια το συμφέρο του θα τηράξει, αλλά είναι τίμιος και λογικός άνθρωπος!.. Όλο και κάτι θα γίνει!.. Πρέπει , όμως, να κανονίσω και όλα τα άλλα και πώς θα πάω στην Αθήνα..
Θα πάω στην Κατίνα, την ξαδέρφη μου. Θα μείνω εκεί προς ώρας και βλέπουμε!
Αμ τι τους έχουμε τους συγγενείς!
Αυτές τις τελευταίες λέξεις τις είπε και τις ξαναείπε κάπως φωναχτά στη μικρή αυλή που έβλεπε στο χωματόδρομο. Πάνω στην ώρα περνούσε και ο κυρ- Γιώργης, ο χασάπης, που ξαφνιάστηκε απ’ αυτά που άκουσε. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την καλημέρα και ρώτησε την κυρά Βάγια.
-Τι τη θέλ΄ς την Αθήνα, κυρά Βάγια; Σε τι μπορώ να σου φανού χρήσιμος;
-Ποια Αθήνα, κυρ- Γιώργη; έκανε την ανήξερη η κυρά Βάγια. Τι λες;
Και είπε μέσα της..
-.Μα κι τη σκέψη μ’ διάβασε ;
-Να…… σε….άκουσα να λες και να ξαναλές…
-Α!.. αυτό που έλεγα πρωτύτερα … Θα σου πω… Τι κατάλαβα τόσα χρόνια εδώ στο χωριό;.. Κατσίκες- χωριό και χωριό –κατσίκες. Τίποτα άλλο ….Τι χάρηκα; Τώρα, όμως, θα πάου στην Αθήνα ,μήπως και πετύχω κανένα γκολντ –μπόη
, ρε παιδάκι μου. Δεν ακούς κάθε μέρα τι γίνεται μ’αυτούς; Τι στην ευχή , δε θα τα καταφέρω;
-Ο κυρ-Γιώργης, που η πιάτσα τον είχε ξυπνήσει από μικρό παιδάκι, χαμογέλασε και της είπε.
-Και τι είναι οι = golden boys= ,κυρά Βάγια; χαλβάς να τον βάλ’ς στον τρουβά σ’ και να τον τρως όποτε θέλ’ς; Θα σε φάν’ στην Αθήνα!
-Κι τι είναι στην Αθήνα; Ανθρωποφάγοι;
-Και κάτι χειρότερο…. Και για τους κουκουλοφόρους , τι έχεις να πεις; Δεν ακούς τα κατορθώματα τ’ς; Θες να πέσεις στο στόμα του λύκου; Αν κάτι τέτοιο θέλ’ς , καλύτερα να πας να γρεμιστείς εκεί στον απέτακα , στο διάσελο! Εκτός κι αν θέλ’ς να με πειράξεις με ούλα αυτά!..
-Μη μ’ τα λες τόσο φοβερά , κυρ- Γιώργη. Τι θέλ’ς ; Να μετανιώσω ; Τότε το κρίμα στο κεφάλι σ’.
-Να το ξανασκεφτείς, κυρά Βάγια. Γιατί βλέπω ότι το πήρες στα σοβαρά. Κι όσο για τις κατσίκες σου εγώ δεν τις παίρνω για το μαγαζί. Κι εγώ δεν το θέλω και το χωριό ολάκερο θα πέσει απάνω μου.. Όχι… όχι, δεν τις παίρνω… Άμα απόκαμες και δεν μπορείς άλλο, τότε να τις σμίξουμε με τις κατσίκες του Φώτη , του πάνω μαχαλίτη, και να κάτσεις στο σπιτάκι σου να ησυχάσεις. Τι φοβάσαι μη σου πεινάσουν τα παιδιά!.. της είπε κάπως νευριασμένος από όλη αυτήν την κατάσταση. Άσε την Αθήνα και τα τέτοια και κάτσε στα αυγά σου!
Και φεύγοντας ο κυρ- Γιώργης συνέχισε να λέει.
-Άκου εκεί η κυρά Βάγια , τώρα στα ξεκούδουνα να θέλει να πάρει και ‘golden boy’s…., Τι είναι ,μωρέ κυρά Βάγια, κομμάτι κρέας να το πάρεις απ’ το χασάπη ή βρακί να το φορέσεις; Άιντε τα μυαλά της πήραν αέρα, μονολογούσε τραβώντας το δρόμο του.
-Ε.. όχι…,κυρ- Γιώργη και να σκιάξεις εμένα μ’αυτά!.. Δε με ξέρεις απ’ την καλή!.. Άμε στο καλό σου και άσε με ήσυχη!. . Ακούς εκεί να μη θέλει να με δει προκομμένη!. .Να μην πάω στην Αθήνα…Τόσο ζήλεψε; Ε; τόσο ζήλεψε;
Και σέρνοντας αργά-αργά τα βήματά της προς το φτωχοκάλυβο μονολογούσε.
-Άκου εκεί ο κυρ Γιώργης εμπόδια που μου βάζει (πού θα πας Βάγια; Στο στόμα του λύκου; Θα σε φάν’ οι κουκουλοφόροι).Και τι έχω να χωρίσω μ’αυτούς τους κουκούληδες; Ας πάνε στη δουλειά τους… Εγώ τι τους πειράζω;
Χωρίς να το πολυκαταλάβει είχε εξοπλιστεί με την καθημερινή ξωμάχικη αρματωσιά της και ξαναβγήκε απ’το σπιτικό της. Τράβηξε την πόρτα, την κλείδωσε και πήγε ίσια στις κατσίκες της.
-Τι να σας κάνω και εσάς; Και να φύγω θέλω και να σας αφήσω δεν το πολυμπορώ.
Το βελαχτό από το μαντρί ήταν σα να την καλημέριζαν και να καταλάβαιναν τα λόγια της. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξεδέσει τη λυσιά και οι ‘φιλινάδες’ της όρμησαν έξω σπρώχνοντας η μια την άλλη στο στενό πέρασμα της πόρτας. Βλέπεις, είχαν αργήσει κάπως σήμερα με τα καμώματα της κυρά-Βάγιας. Σκεπτική έσερνε τα βήματά της σήμερα και το σαλάγημα στα ζωντανά της ήταν αισθητά αδύναμο, άκεφο. Παράδερνε ανάμεσα στο να πάει στην Αθήνα ή να μείνει στο χωριό και τις κατσίκες της.
-Λες να έχει δίκιο ο κυρ- Γιώργης!.. Δεν είναι δα και κανένας χαζός… Πολλά έχουν δει τα μάτια του και πολλά ακούει κάθε μέρα και ξέρει. Ας το ξανασκεφτώ.
Το μικρό ραδιοφωνάκι της έκοψε απότομα τα τραγουδάκια και με διαπεραστική φωνή, που έδειχνε αγανάκτηση, ακούστηκε ο εκφωνητής να λέει:
– Μέρα μεσημέρι ξαναχτύπησαν οι κουκουλοφόροι… Θύμα τους πέσανε απλοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες.. Ξυλοκόπησαν άγρια το φουκαρά τον περιπτερά, του άρπαξαν τις λιγοστές εισπράξεις και έγιναν άφαντοι.
-Άιντε πάλι, είπε η κυρά Βάγια.. φαντάσματα είναι και δεν μπορούν να τους πιάσουν; Και τι τους φταίει ο κοσμάκης; Θα μου πεις κι οι άλλοι, οι πλούσιοι, τι τους φταίνε; Ναι! Αλλά στο κάτου- κάτου κάποιοι είναι ματσωμένοι, το καταλαβαίνω…, αλλά ο κοσμάκης με τις πενταροδεκάρες, που λέει ο λόγος, τι τους φταίει; τι να τους πάρουν; Άκου να τον ξυλοφορτώσουν, κιόλας! Αμ, σα να έχει δίκιο, μου φαίνεται, ο κυρ-Γιώργης… Είμαι εγώ για τέτοιες δουλειές; Μονολογούσε. Σε περιπέτειες θα μπω.
-Ε,.. Ε… Άιντε κάντε παραπέρα…. Τι μαζωχτήκατε κοντά μου… Δε με βλέπετε… Εδώ είμαι, κοντά σας. Άιντε να βοσκήσετε…. Μη φοβάστε.. Δε σας αφήνω. Ζούγκλα η Αθήνα, ζούγκλα… Άκου εκεί μέρα μεσημέρι και να κάνουν τέτοιες ντροπές στην Αθήνα…. Άιντε πάτε πιο πέρα να βοσκήσετε…Εδώ θα τα λέμε μαζί. Άιντε καλά μου.
Βόλος, Νοέμβρης του 2009