Ματιά φωτιά ασίγαστη
κι η ψυχή λαχτάρα
τη στράτα πήρανε τα δυο
και με ανάσα μία.
Τα χέρια του τα άπλωνε
προς του ηλιού το έβγα,
για να αρχίσουν το χορό
στο λιόφωτο λιβάδι.
Ζεστά τα χέρια ήθελε
σαν της ψυχής το κάμα,
να πιάνουνε τα όνειρα,
ζωή για να τους δίνουν.
Κι αναζητούσε φωτεινή
γωνιά για να καθίσει
μαζί με τα ονείρατα,
αχνόφεγγα ’ πως ήταν.
-Ε….ψιτ… ακούει και γυρνά
«οι δυο μας δε χωράμε…
να πάρεις τα συμπράγκαλα
και τη γωνιά ν’αδειάσεις».
Κι όλο στη γύρα βρίσκεται
και δίχως στέκι μένει.
Και συλλογιέται τη ζωή,
που περπατά και φεύγει..
-Όνειρο, λέει, είν’ αυτή
κι άπιαστη του μένει.
Βόλος,1η Νοεμβρίου 2012