Στη δίνη θύελλας τρανής
και σε τυφώνα μάτι
υψώνονταν τρεμάμενα
και με παλάμες ανοιχτές
ολόπληγα, γυμνά
τα χέρια της ελπίδας.
Τον πανικό η θύελλα
παντού είχε σκορπίσει
κι άρπαζε τα δάχτυλα,
τα λύγιζε στη χούφτα
κι όλο στο βάθος τα ’σπρωχνε,
ύψος αυτά μην πάρουν
και τα ιδεί ο ουρανός
και κατεβούν αγγέλοι,
να πάρουν εκείνην αψηλά,
μακριά από τον τυφώνα
σ’ απέλπιδα, που έκανε,
αγώνα η ελπίδα.
Σαλπίζοντας οι άγγελοι
στη θύελλα βουτάνε
και την ελπίδα παίρνουνε,
σε θρόνο εκείνη βάζουν
και μες στο χέρι να κρατά
το πυρωμένο σκήπτρο,
για να ταϊσει τη ζωή,
το σκότος να κοπάσει.
Βόλος,28-9-2012