Τ’ Άη- Γιωργιού περνώντας

Όταν κινάν για τα βουνά
με τα’ Άη- Γιωργού περνώντας,
να θέλεις νάχεις πιο πολλές
αισθήσεις για να ακούεις
της στάνης το ξεκίνημα..
Τη διάτα έχει ο τσέλιγκας,
τους σμίχτες συμβουλεύει
και μια βαβά πιο φρόνιμη
τη νιότη συμμαζεύει.
Μελισσολόι το χωριό,
η στάνη στο ποδάρι
με τα κυπριά ανάρραχα,
τα γίδια πάνε πρώτα.
Στα χαμηλά ακούγονται
οι σκάλες στα κουδούνια
και μια λακνιά απ’ άλογα
π’ αγριεύουν στους ανθρώπους.
Σκυλιά πιο πέρα αλυχτάν,
χουγιάζουν οι τσοπάνοι,
κλαίνε μικρά πανώγομα,
βροντάνε τα καρδάρια..
Φτεροκοπάει η κόκκινη
η κότα στο σαμάρι
κι όλο φυσάει η ντουριά
σ’ αυτόν τον καβαλάρη.
Ξεκίνησε η στάνη μας,
τον κάμπο χαιρετάει
κι αφέντης είναι στο χωριό
μονάχος ο δραγάτης.
-Ώρα καλή σου, στάνη μου,
καλό σου καλοκαίρι
και πάλι το χινόπωρο
εδώ να σ’ ανταμώσω,
ψέλνουν τα χείλη σιγανά
στο χάσιμο της στάνης.

Βόλος,1-5-1985