Τι το θέλεις το βρακί!..

Απ’ το χωριό ξεκίνησε
για τη Βουλή να πάει
και με τα μάτια του να δει
πόσους τρελούς χωράει.
-Μήπως με πάρουν για τρελό,
με κλείσουν εκεί μέσα;
Ας πάρω και την γκλίτσα μου…
Σε ποιον να δώσεις μπέσα;
Καλά που έχω συντροφιά
το Γιώργο μου το φίλο…
«Οι άλλοι δεν τον θέλουνε
ούτε στον κόρφο ψύλλο…»
Στην πύλη φτάνει και ρωτά
φρουρός για πού εκείνος πάει…
«Άιντε τον βλέπω εγώ αυτόν
το ξύλο θα το φάει.
Έλα, τραβήξου κατακεί
και φύγε παραπέρα..
Σαν σου σφυρίξω καναδυό
δε θα ‘ χεις άλλη μέρα».
Τα βήματά τους βιαστικά
πατάνε στα σκαλάκια
και ρίχνουνε μισόπλατα
μισότριβα σακάκια.
-Μην πιλαλάς ξωπίσω μας
στο λέμε εμείς σαν φίλοι.
Αν σου τραβήξω δυο γκλιτσιές
θα δεις τον ουρανό σφοντύλι!..
«Ε,, ψιτ… εσείς εκεί
στις μύτες περπατάτε!
Στα έδρανα συνέδριο,
σιγά, σιγά μην τους ξυπνάτε!..»
Και στο χωριό σαν γύρισε
στον καφενέ τους πάει..
Όλοι τριγύρω μαζωχτοί
και κείνος μολογάει..
‘‘Πολλά θα ήθελα να πω
κι ο νους σας δεν το βάζει.
Εκεί καλά να ήσασταν
πολύ θα είχε χάζι.
Άλλος κοιμάται καταδώ
κι άλλος ροχαλίζει
κι απ’ άκρο ως άκρο η βουλή
μια γαϊδουριά μυρίζει!
Στον ύπνο και στο ξύπνιο
σ ‘ εκείνονε το χώρο
ένα μονάχα ξέρουνε,
να μας φορτώνουν φόρο..
Και μεις εδώ οι χάχηδες
ζητάμε άσπρη μέρα
αντί να τους πλακώσουμε
στο ξύλο εκεί πέρα…
Τρανά σακιά ν ΄ανοίξουμε
να βάλουμε σκουπίδια.
‘Να δούνε πόσα χωράει ο τρουβάς
ξυνόμηλα κι απίδια!’
Πέντε- έξι εμείς να αφήσουμε
παπαγαλάκια μόνο.
Αρκούν αυτά και φτάνουνε
για να ψηφίζουν νόμο!.
Να πάω και στο Μέτσοβο
σαμάρια για να φτιάξω,
να πάρω και τα μέτρα τους
καλά να τα ταιριάξω.
Βαρύ μην είναι κι άβολο
το κάθε το σαμάρι
και δεν μπορεί να περπατεί
στη στράτα το γομάρι!..
Μα σαν πολύ το σκέφτομαι
κι ας δείξω λίγη μούρη…
Χοντρό το έχει το πετσί
το κάθε το γαϊδούρι!..»
-Μα τι χαμπέρια είναι αυτά
που έφερες, ρε Μήτρο;
Γκεσέμι ταιριάζεις στο χωριό
με κρεμασμένο κύπρο!
-Τώρα τα μάτια βλέπουνε,
τα χέρια τραγουδάνε
και σαν την γκλίτσα την κρατούν,
αστράφτουν και βροντάνε.
Τη μοίρα μας την είδαμε,
κι εμείς χαζοκοιτάμε
αντί να πάμε στη βουλή
γαϊδούρια να βαράμε.
Κι ένας καθόταν παρεκεί
Και το ‘ σκαγε στα γέλια…
‘καλά…καλά…και θα τα δεις
τα δάκρυα σαν καρβέλια!
«Σιγά- σιγά ,ρε τι βαράς;
Με πήρες στο κεφάλι!..»
-Άιντε, κηφήνα, να χαθείς…
Να αυτή και πάρε και μιαν άλλη!..
-Μη με τραβάς από αυτού
θα βγει το παντελόνι.
Αχ… Αχ κι άλλος έρχεται,
με φτάνει, με σιμώνει…
-Μα τι το θέλεις το βρακί;
Ετούτο έχει βάση…
Ποτέ σου δεν το φόραγες…
Το είχες κατεβάσει!.

Βόλος,13-7-2014 Η.Κ.