Με ένα δισάκι ριγωτό
στην πλάτη μου ριγμένο
πήρα το δρόμο για τα β’να,
για τα ’ μορφα τα τόπια,
που ’ναι ολόρθα, κοφτερά,
του Μέγδοβα αδέρφια.
Σε ριζιμιό εκάθισα
και κοίταξα τριγύρω.
Όλη η πλάση γιορτινή,
αγγέλων μελωδία,
σε παίρνει στην αγκάλη της,
ολούθε σε γυρνάει,
σε ροβολάει στην πλαγιά,
σε πάει στα κονάκια,
που ’χουν γιορτή μέσ’ στην καρδιά
και τη Λαμπρή γιορτάζουν.
Όλοι φοράνε τα καλά,
παλιά τραγούδια λένε
σ’ έναν ατέλειωτο χορό,
ξεφάντωμα μεγάλο.
Στις σούβλες έχουν τα αρνιά,
στη θράκα τα γυρίζουν
και με τραγούδια χαρωπά
την πλάση τη γεμίζουν.
Πρώτος, μπροστά ο τσέλιγκας
τραβάει το κουμπούρι
και το αδειάζει τρεις φορές
για τις ψυχές που φύγαν.
Οι βράχοι αντιλάλησαν,
η λαγκαδιά φωνάζει
κι απ’ τη δική μου τη ματιά
καυτό το δάκρυ στάζει.
Βόλος, 15-4-2012 –Πάσχα.