Σαν έσυρε το άρμα του
ο ήλιος προς τη δύση,
η μέρα πια ξεπέζεψε,
ελάγιασε η φύση,
τότε κοντά σου βρέθηκα,
ολόχρυσο ακρογιάλι,
και γεύτηκα το άρωμα,
των βοτσαλιών μαγνάδι.
Κι όπως το κύμα έρχεται
και γλύφει τα πετράδια,
έτσι κι η καρδιά μου χύθηκε
λουσμένη απ’ τα χάδια.
Ο πεύκος σκύβει πιο πολύ
ρουφά το άρωμά σου
κι ο γέρο γλάρος πού’ μεινε
τσιμπά στην αμμουδιά σου.
Το δάσος πλάγιασε γλυκά
και στέλνει την πνοή του
χαιρέτισμα στο σούρουπο,
φιλί προς τ’ ακρογιάλι.
Κι εγώ λουσμένος σε κοιτώ
από λογής ανάσες,
που στέλνει η φύση από παντού,
χαιρέτισμα στο χάδι,
που κάνει ο πεύκος βιαστικά
στο κύμα σου, ακρογιάλι,
όταν αγέρας πούρχεται
σε ρίχνει στο κορμί του.
Ήταν η ώρα της σιγής
κι η ώρα της γαλήνης,
σαν κούρνιασαν τα φτερωτά,
γυρίζουν ζευγολάτες,
προσμένουν νιες το θάμπωμα,
της ερημιάς το χάδι,
που θα τις φέρει νοϊστά
συνύπαρξη σ’ αγάπη.
Βόλος, Ιούνιος του 1981.