Οι θύμησες ολόφωτες,
πεφτάστερα προβάλλουν,
ανοίγουνε το άπειρο,
ψυχές σε με φωνάζουν.
–
Της ρεματιάς αγέρηδες,
καλότυχες στη βρύση,
στην αγκαλιά σάς φέρνουνε
σ’Ανατολή και Δύση.
–
Και το αγέρι που περνά
ανάμεσα στα φύλλα
σε μένα στέκει και μιλά,
στήνει χορό στα σχίνα.
–
Το νιώθω εγώ το χάδι σας,
τ’αγέρι σαν σιμώνει,
να φτερουγίζει, να μιλά,
το δάκρυ να στεγνώνει.
–
Ανοίγω εγώ τα χέρια μου,
στην αγκαλιά το παίρνω,
χαρά απάν΄στο στήθος μου,
παρηγοριά σαν φεύγω.
–
Στη μοναξιά μου την καρδιά
ακούω να μιλάει,
μαχαιρωμένη η ματιά
δάκρυ καυτό κυλάει.
–
Γέρνει ο ήλιος, χάνεται,
η θάλασσα φορτώνει,
ασέληνος ο ουρανός,
αφύσικα νυχτώνει.
–
Μένω στον πόνο μοναχός
με συντροφιά τη νύχτα.
Πάει να σπάσει ο σφυγμός,
ξαγρύπνησε η νύστα.
–
Στου ήλιου την ανατολή
μουχρώνει η ψυχή μου,
τα φυλλοκάρδια κλείνουνε,
μικραίνει η ζωή μου.
–
Πάρτε εσείς το δάκρυ μου
καυτό απάν’ στο χώμα.
Γλυκό φιλί το στέλνω εγώ,
σαν το μπορώ ακόμα…
Βόλος 8-4-201.Η.Κ