Απομεινάρια

Περαστικός διαβάτης έφτασα
τη δίψα μου να σβήσω
στη βρύση την κρυστάλλινη,
που χρόνους πια ολάκερους
γενιές είχε δροσίσει.
Στο πάνω μέρος στάθηκα,
‘φουγκράστηκα για λίγο,
ν’ ακούσω το κελάρυσμα,
το παίξιμο στ’ αυλάκι.
Γροικώ λυγμούς της ρεματιάς,
παράπονα της φύσης,
σαν οι στανίτες φύγανε,
νεκρώθηκε η φύση.
Απομεινάρια ορθώνονται
οι πέτρες της πεζούλας,
που σκορπισμένες έκλαιγαν
στο χωρισμό εκείνο.
Ο τόπος άγριος έμεινε,
σαν έφυγε η ζωή του,
η φύση σαν ξεχάστηκε,
σαν ρήμαξε η πλάση
Ερήμαξε η ρεματιά,
βουβάθηκε ο τόπος.
Τώρα ο γκιώνης ο φτωχός
φτεροκοπά μονάχος.
Έτσι βουβός απόμεινα
στην ερημιά την τόση,
αγρίεψε το βλέμμα μου
και δάκρυσε η ψυχή μου.
Την περασμένη τη ζωή
κανείς δε μαρτυράει
παρά πιο κάτω ένα μαντρί
χωμένο στο χορτάρι.

Βόλος,5-10-1980