Ένα τετράδιο

Ο παγερός αέρας εκείνο το πρωινό,που σαν αφηνιασμένο άτι έτρεχε ορμητικά στους μισοβρεγμένους δρόμους της πόλης, και οι αραιές νιφάδες, με το τρελό και χορευτό κατεβατό τους, τον έκαναν να σηκώσει το γιακά του από το μπουφάν, να τακτοποιήσει καλύτερα στον ώμο  τον ιμάντα της τσάντας του, που ήταν παραγεμισμένη με βιβλία και σημειώσεις, και να ταχύνει το βήμα του. Δεν είχε προχωρήσει και τόσο, όταν τα δακρυσμένα μάτια του από το τσουχτερό κρύο τον έκαναν να κοντοσταθεί, να βγάλει ένα χαρτομάντιλο και να τα σκουπίσει .

Εκεί, όμως, που κοντοστάθηκε τα μάτια του πέσανε πάνω σε ένα τετράδιο μαθητή, πεσμένο μεσόστρατα , με λίγες βιαστικές νιφάδες, λες και θέλανε κάτι να σκεπάσουν. Έσκυψε και το πήρε. Τίναξε το τετράδιο χτυπώντας το με το χέρι του και από τις δυο μεριές. Δασκαλίστικη συνήθεια, βλέπεις. Ένα τετράδιο είναι πειρασμός. Το άνοιξε  βιαστικά συνεχίζοντας το δρόμο περισσότερο από ένστικτο παρά συνειδητά. Είχε αφεθεί στο ξεφύλλισμα. Το μάτι του καρφώθηκε στη φράση:Έκθεση 5η.<Η μάννα>.

 Τραντάχτηκε,  χτυπήθηκαν τα σωθικά του και ανεβοκατέβηκαν άτσαλα, όπως το κύμα ,όντας ορμητικό,  σπάζει στην ακρογιαλιά και μια ανεβάζει και την άλλη παρασέρνει  πρός τα πίσω ό,τι βρει μπροστά του. Δίπλωσε  το τετράδιο στα δυο, το έχωσε στη μασχάλη του κάτω από το μπουφάν και άρχισε να προχωράει γρήγορα,  γιατί η ώρα περνούσε…, δεν τον περίμενε .Στο δρόμο μόνο ένα πράγμα τώρα τον  βασάνιζε: Να βρει χρόνο να διαβάσει το περιεχόμενο της έκθεσης, μιας και ο τίτλος του μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή του. Στην ψυχή του πληγωμένου ,του άτυχου ,του μικρού αγωνιστή της ζωής, που είχε χάσει το στήριγμα της ζωής ,της παρηγοριάς το βάλσαμο ,τη μητρική αγάπη.

 Με το μυαλό του είχε γυρίσει αρκετά χρόνια πίσω. .Θυμόταν…Ήταν μαθητής στο δημοτικό σχολείο. Μισή ώρα πεζοπορίας να φτάσει από το μικρό χωριουδάκι του στο διπλανό χωριό, όπου βρισκόταν και η κυψέλη της μάθησης. Ήλιος, βροχή, ξεροβόρι, χιονιάς ποτέ δεν τσαλάκωναν τα φτερά του να φτάσει στον προορισμό του. Όλα αυτά είναι καταχωνιασμένα στα βάθη της ψυχής του, στο παρελθόν .Ποτέ, όμως, δεν έσβησε η φλόγα, δεν έπαψε η ζωντάνια της σπίθας από τα ξέμακρα κατάβαθα της ψυχής του να στέλνει φωτεινά μηνύματα παρηγοριάς, σαν έβλεπε μικρούς πονεμένους αγωνιστές.

Δεν μπορούσε να ξεχάσει μερικές δικές του στιγμές που του φέρνουν δάκρυα στα μάτια και ματώνουν την ψυχή του. Διπλώνεται στα δυο και κρυφοκλαίει, σαν ο χρόνος και ο τόπος δεν του επιτρέπουν ξεσπάσματα. Θυμάται το ανήμπορο τότε παιδί που του καταπάτησαν και τσαλάκωσαν την ύπαρξή του. Η ψυχή του, όπως τώρα, είχε ξεχειλίσει από βουβά φωνητά αγανάκτησης στη σκέψη της μάννας, τη στιγμή που ο δάσκαλος έδινε ως τίτλο έκθεσης :<Η μάννα>. Του ξέσκισε την ψυχή του, όπως το αστραπόβροντο ξεσκίζει το δέντρινο κορμό και τον κάνει αχνιστά να δείχνει τα σπλάχνα του. Το πάγωμα της ψυχής του τον έκανε πολλές φορές να αναστενάζει και τα μάτια του να βρέχουν το χαρτί. Έτρεμε ολόκληρος. ‘Ενα σύγκρυο της ψυχής ανέβαινε όλο και πιο πάνω και τον έκανε να κοντανασαίνει με αναφιλητά. Το χέρι του δεν μπορούσε να κρατήσει το μολύβι. Μα και τι μπορούσε να γράψει ένα παιδί με μια τόσο πλημμυρισμένη ψυχή από δάκρυα; Δάκρυα κρυφά, δάκρυα καυτά για τη μάννα που δεν γνώρισε, τη μάννα που δεν μπορούσε να φέρει μπροστά του, να την ξετάσει από τα νύχια ως την κορφή και να μπορέσει να της προσφέρει την πιο μεγάλη προσφορά με τις λίγες λεξούλες στην έκθεση.

Όλα συγκεχυμένα, όλα θολά, ανάκατα ριγμένα Το μόνο που έβλεπε ήταν η αντάρα από το θόλωμα των ματιών του και τα φανερά δείγματά τους που αποτυπώνονταν απανωτά στο ανοιχτό τετράδιο. Η ψυχή αποτυπώνεται στο χαρτί. Ζωγραφιές αφηρημένες έχουν σχηματιστεί Τις ψάχνει, τις πλησιάζει, τις ψηλαφίζει. Πολλές μορφές και άγνωρες ξεπετάγονται. Μια ώρα βασανιστήρια. Μια ώρα στο Γολγοθά  που φιλοξενούσε την τρομαγμένη παιδική ψυχή σπρωγμένη από το αδίστακτο χέρι του πνευματικού ληστή. Δεν υπήρξε αφούγκρασμα από το δάσκαλο στο αγκομάχημα της ψυχής του, μολονότι με σβηστή και τρεμουλιαστή φωνή, σαν τη φωνούλα του παγιδευμένου πουλιού, του τόνιζε πως άγνωρη του ήταν η μητρική στοργή. Και πώς να μη θρηνεί σπαραχτικά στην απάντηση :έχεις, δεν έχεις, σκύψε και γράψε.!… Ξέσκισε πιο πολύ την κομματιασμένη του ψυχή,   που τίποτα άλλο δεν ζητούσε παρά ένα χαμόγελο μαζί με ένα χάϊδεμα στο κεφάλι. Ένα κουράγιο στον αγώνα της ζωής.

Κι όλο πιο πολύ έσφιγγε πάνω του το μαθητικό τετράδιο. Ένιωθε την αναπνοή του παιδιού, που είχε γράψει  την έκθεση, να συγχρονίζεται με τη δική του , να γίνεται ο ίδιος παιδί και μέσα από τη αγκαλιά του να τον διαπερνά η αγκαλιά της δικής του μάννας, να τον σηκώνει ψηλά, να τον παίζει, να του χαμογελάει, να τον σφίγγει, να νιώθει ζεστό το φιλί της.

Σκυφτός και πολύ σκεφτικός μπήκε στην τάξη του. Προσγειώθηκε  γρήγορα στην πραγματικότητα της καθημερινότητας. Τα παιδιά ήταν η χαρά του. Τον δυνάμωναν. <Εμπρός, μονολογούσε ,εμπρός, μας περιμένουν ψυχές και μάλιστα παιδικές…>.

 Έβγαλε το μαντήλι από την τσέπη του. Σκούπισε τα μάτια του. Άρχισε το μάθημα…  

  

                                                           Βόλος. καλοκαίρι του 1981.    .