Άϊντε, ωρέ, αγλήγορα σναχθήτε για να πάμε
απάνου στα όμορφα τα β’να, στις ζηλευτές τις ράχες,
γιατί ου Μάης έφτασε κι τ’ Άη-Γιωργιού περνάει
και το χορτάρι έστριψε κι ου κάμπους κιτρινίζει
και το φουκάλι του παχύ τη στάνη θ’ ασχημίσει
και δεν μπορούν τα μάτια μου, ωρέ, τέτοια εγώ να γλέπω.
.Σκωθήτε,ωρέ στανίτες μου, τι με κοιτάτε έτσι!…
Βγάλτε φτερά στα πόδια σας κι αγλήγορα φευγάτε
και πάρτε τον ανήμπορο και μένα συντροφιά σας.
Μη σας θολώνει το μυαλό, μη σας κοιμίζει ου κάμπους.
Τη λευτεριά φορέστη την και πάρτε ένα τραγούδι,
γιατί ταχειά θα φύγουμε, δε μας κρατάει ο τόπος.
Θέλω να νιώσω σταυραετός, να γκιζερώ στούς βράχους,
να γλέπω καταπράσινη κι ολόδροση την πλάση,
γιατί πολύ το λαχταρά η δόλια η ψυχή μου
ανάμεσά τους να βρεθεί και κει να ξαποστάσει.
Θέλω ν’ ακούω το πρωί την πέρδικα στο βράχο
κι απάν’ στο απομεσήμερο την κίσσα να στριγκλίζει
κι αυτόν τον πετροκότσυφα γλυκά να χαιρετάει
στις δασωτές τις λαγκαδιές και στις κορφές των βράχων.
Να νιώσω θέλω, ωρέ παιδιά, ολόδροσο τ’ αγέρι
να με χτυπά στο πρόσωπο, να μου μιλά για αγάπες,
που πάψαν πια, ξεχάστηκαν, τις στέγνωσε ο λίβας.
Να κόψω κρανοέλατα, να βγάλω πελεκούδες
και να σμαζέψω, ωρέ παιδιά, το δόλιο το κουνάκι,
που το γροικώ για να’ πεσε απ’ τον τρανό χειμώνα.
Να πιω νερά κρυστάλλινα και να λουστώ με πάχνη
εκεί στα στερφοκάναλα, που ήλιος δεν τα γλέπει.
Να ξαλαφρώσω, ωρέ παιδιά, να πάψει να με τρώει
μαύρο σαράκι στην καρδιά, π’ άλλη γιατρειά δεν έχει.
Να φτιάξω, ωρέ στανίτες μου, τη στρούγκα τη μεγάλη,
να συμμαζέψω την περασιά, στρουγκόλιθα να βάλω,
να σουρταριάσει η στάνη μας, να πήξουμε το γάλα
και στο καρδάρι το βαθύ βραστόγαλο να βάλω,
να φάμε όλοι συντροφιά και με κουτάλι ένα.
Να νιώσω έτσι τα παλιά μπροστά μου να χορεύουν
και να δεθούνε οι καρδιές, αχώριστες να μείνουν,
σαν με φοβίζουν για καλά ,σκέψεις πολλές περνάνε
και λάχει και δε φύγουμε τον άλλονε το χρόνο
και κάτσουμε στα χειμαδιά κι ου κάμπους θα μας φάει!
Δεν τον αντέχω τον καημό, τ’ ορφάνεμα ετούτο.
Τα στήθια μου πλακώνονται, μου κόβεται η ανάσα
και στη λιβάκα την πολλή πλαντάζει η καρδιά μου.
Βόλος, Απρίλης του 1981 Ηλίας Δ. Καλλές