Ζευγάς στον κάμπο κόλλησε,
το άτι γονατίζει
και από πάνω ο αγάς
βαριά καμουτσικίζει.
Τα μάτια σήκωσε ψηλά,
τα δόντια του τα τρίζει,
με μιας αδράχνει τον αγά
στο χώμα τον πλευρίζει.
Ολόρθη έχει την ψυχή
και σα θεριό μουγκρίζει,
χίλια κομμάτια τον αγά,
στα πέρατα σκορπίζει.
Φιλί στο άτι έδωσε,
του μίλησε εκείνο.
«Ψυχή και τον ιδρώτα μου
για σε μονάχα δίνω.
Βάλε υνί στ ‘ αλέτρι σου
και ζέψε με να πάμε,
τη γη μας να οργώσουμε,
γλυκό ψωμί να φάμε.
Βόλος, 17 -1 -2019