Μελισσολόι η στάνη μας και πώς να την ξεχάσεις.
Πώς γίνεται καμιά φορά
κι ο χρόνος δεν κυλάει,
σα θέλεις για να σηκωθείς
τη στράτα σου να πάρεις!
Απόψε έτσι απόμεινα
με συντροφιά τη νύχτα
και γύρναγα στις ρεματιές,
στα διάσελα, στις στρούγκες.
Στα απόσκια πήγα, ξάπλωσα
και φώναξα στη στάνη.
Είδα μορφές να περπατούν,
να στέκονται κοντά μου,
να λέμε για τη στάνη μας,
για ντέρτια να μιλάμε,
λογαριασμούς να κάνουμε,
τη ρόγα να μετράμε…
Κι όλοι δεφτέρια είχαμε
κι όλοι να λέμε κάτι..
Και με βαρέλες πήγαιναν
γυναίκες φορτωμένες
νερό να τις γεμίσουνε,
να φέρουν στα κονάκια.
Όλα αυτά λαχτάραγα,
τα ζούσα, τα ποθούσα,
όντας πετάχτηκα ορθός
απ’ το βαθύ τον ύπνο.
Σαν κοίταξα ολόγυρα,
τη μοναξιά σαν είδα,
με την παλάμη σκούπισα
ένα καυτό μου δάκρυ….
-Και τώρα εδώ στο ανάθεμα
μαζί με την παρέα
φωνάζω πάλι για να ‘ρθούν,
μαζί μου να καθίσουν
οι φίλοι όλοι οι ποθητοί.
Ελάτε, ωρέ στανίτες μου,
αδέρφια αγαπημένα,
τα χέρια μας να δώσουμε
κι ένα φιλί αγάπης.
Τη νιώθω την ανάσα σας
γεμάτη εδώ τριγύρω,
στη φτέρη και στα έλατα,
στην απλωσιά του δάσους.
Απλώστε τα τά χέρια σας,
στην αγκαλιά μου πέστε
λίγο να ζήσω τα παλιά,
εσάς να ανταμώσω,
τρανός να φύγει μου καημός
στον κάμπο να γυρίσω.
Βόλος,7-7-2002
(Μετά από επίσκεψη
στην Κοκκινόβρυση).