Η μαγική λέξη – «μάνα»

Με του ηλιού το φίλημα,

το χάιδεμα της δύσης,

με της νυχτιάς το πλάκωμα,

της Πούλιας το τραγούδι,

με το βοριά, με το νοτιά

στο προσκεφάλι ήσουν.

Στη σαρμανίτσα σε γροικώ

με καρφωμένα μάτια,

να με κοιτάνε διάπλατα,

νανούρισμα να λένε.

Τ’ ακούω το χαμόγελο,

που έσκαγε στα χείλη

κι ένα φιλί μου έδινες

στο μέτωπο επάνω.

Και τα καυτά τα δάκρυα,

που γιόμιζαν τα μάτια,

στο μάγουλό μου πέσανε,

με τρόμαξαν στον ύπνο.

Μα μια ημέρα έφυγες,

δε γύρισες σε μένα…

Έτσι το νιώθω πια εγώ

στων αλλονών τα λόγια.

Κι άπλωνα τα χέρια μου,

σε έψαχνα να σ’ εύρω.

Μαύρο φαρί περίμενε

με καβαλάρη ξένο.

Από τη ρούγα σ’ άρπαξε,

ακούω εγώ το κλάμα

και τρίβοντας τα μάτια μου

δεν πρόλαβα να σε ιδώ

ούτε τα χείλη μου να πουν

τη μαγική τη λέξη¨Μάνα¨.

Την κάθε νύχτα αναζητώ

και την ημέρα πάλι

να έρθω εγώ στην ανοιχτή

και τη δική σου αγκάλη.

Λαχτάρα για μένα η ζωή

και ψάχνω τη μορφή σου.

Οι άλλες μάνες σα λαλούν,

ακούω τη φωνή σου.

Παράθυρα να είναι ανοιχτά

και να γελά η ψυχή σου.

Στις μάνες μέσα στη μορφή

χαΐδεύω τη δική σου.

Και της ψυχής μου ο καημός

στη μοναξιά που νιώθω

τα στήθια μού καίει, τον κρατώ,

σαν φυλαχτό τον έχω.

Βόλος,10-4-2013