Οι αλυσσίδες σπάσανε σ’ αμπάρι ξεχασμένο
κι η λησμονιά το χέρι της το έβαλε σκιάδι
στον ήλιο τον χαμογελαστό, που έλουζε τη φύση.
Σωριάστηκε, δεν άντεξε την αλλαγή την τόση,
μπροστά σαν είδε να περνά, κατάχαμα πως ήταν,
μαυροντυμένη κορασιά, στα χέρια της πανέρι,
γιομάτο δάκρυα πολλά σε μια ζωή χαμένη.
Το πέταξε κατάμουτρα και το μακρύ φουστάνι
στους αστραγάλους της τραβά, εμπόδιο μην είναι
στο γρήγορο περπάτημα, στο τρέξιμο που πήρε.
-Πάρτα αυτά, χαλάλι σου, έργα δικά σου είναι,
που τα κρατάς στα κάτεργα, τους κόβεις την πνοή τους.
Αγάπες είναι σφραγιστές και της ζωής μεράκια,
στα σκοτεινά σαν τα’ ριξες και τρέφανε εσένα.
Τον ήλιο θέλω να χαρώ, το όνειρο να ζήσω,
μην έρθει ηλιοβασίλεμα και με προφτάσεις πάλι.
Την απραξία, λησμονιά, τροφή την έχεις κάνει
Γιομάτη είναι γύρω μου από ψυχές η φύση
και πηλαλούν ξυπόλυτες, θυμούνται αυτές τι ’χάσαν.
Λουλούδια στα χέρια τους κρατούν, τον έρωτα γιορτάζουν
και τα φιλιά σε κείνον που περνά απλόχερα μοιράζουν.
-Με φως λουσμένη η κορασιά, τα έβγαλε τα μαύρα ,
στη λησμονιά τα πέταξε, αυτή να τα’ χει ταίρι.