Ξανανιώσαν Θερμοπύλες
μες στα ίδια τα στενά
και βροντήσαν καριοφίλια
κει που σμίγαν τα σπαθιά.
Λεωνίδας είν’ ο Διάκος
και γιοφύρι τα στενά,
που τσακίζουν τους απίστους
και χαρίζουν λευτεριά.
Δε δειλιάζουν μπρος στην μπόρα,
που ξεσπάει με ορμή.
Πολεμάνε σα λιοντάρια
και κερδίζουν την τιμή.
Του Βρυώνη τα φουσάτα
ξανεμίζονται με μιας
κι όλο ανάβει το καμίνι
απ’το κύμα της φωτιάς.
Κει το ράσο αντρειώνει
της πατρίδας την ψυχή
και σαρώνει και συντρίβει
των φουσάτων την ορμή.
Μα για ιδέστε πώς φωνάζει
η αντάρα κι η φωτιά
κι ένα ράσο ανεμίζει
απ’ το πνεύμα του νοτιά.
Γύρω-γύρω μαζευτήκαν
οι σπαχήδες του Βρυώνη
μα κανένας δεν τολμάει
και κανένας δε σιμώνει,
σαν στην άκρη πολεμάει
το λιοντάρι μανιασμένο
κι έχει πάρει χρώμα ράσου
στο μπαρούτι καπνισμένο.
Ως το δείλι το κρατάει
το στενό και το δοξάζει,
σαν του χάθηκαν τα βόλια
κι η σπάθα του τού σπάει.
Κλαίει, μουγκρίζει η ρεματιά
στο χαμό του λιονταριού
κι ολόθολο κυλάει
το νερό του ποταμού.
Σμίγει φίλημα η δύση
με του Διάκου την ψυχή
και την πήραν τα φαράγγια
σε αιώνια της τιμή.
Βόλος,18-3-1973.
(Για την 25η Μαρτίου).