Σβησμένο το καντήλι

 

Χαρά που κάνει ο γέροντας,

σαν βγαίνει στο σεργιάνι

κι ανταμώνει  κορασιές,

που φεύγουνε με νάζι.

Γεμίζει το μάτι από δροσιά

και μύρο η ψυχή του

κι όταν το δόλιο χέρι του

το βάζει στο βρακί του

ψάχνει εδώ και παρεκεί

μη λάχει το…..πετσί του.

Μα σαν στο σπίτι ξαναρθεί

και κάτσει με τη γρια του

τα αχ!… και βαχ…πάνε βροχή

πονάνε τα νεφρά του…

Και δόστου καταπλάσματα

και δόστου χαμομήλι….

Πού να ξυπνήσει του γέροντα

….σβησμένο το… καντήλι!….

 

Βόλος, 1-4-1983 Η.Κ.