Σαπιοκάραβο

Απ’ του βοριά το φύσημα

σπρωγμένο στο πελάγι

και μ΄ανοιχτή λαβωματιά,

που έχασκε στο πλάγι,

βογκούσε το καράβι μας

και πλιότερο πονούσε,

κάθε φορά που έγερνε

κι η τρίαινα χτυπούσε

κατάστηθα το πέλαγος

που σα θεριό ορμούσε.

Πηδά το σαπιοκάραβο

 και προσπαθεί ν’ αντέξει

για να’ βγει ο ήλιος το πρωί,

μέρα ξανά να φέξει

και με τους κλώνους της ελιάς

στεφάνι να του πλέξει.

Βρεγμένο απ’ τα κύματα

τον πάπυρο κρατάει,

 την ιστορία της φυλής

’κει μέσα τη φυλάει

και την τεντώνει στα ψηλά

στον ήλιο να στεγνώσει,

γιατί του πάγωσε η καρδιά,

παντού έχει ματώσει.

Στ’ απανωτό το φύσημα

τα ξάρτια του πετιούνται,

ξεχύνονται στον ουρανό

με τ’ άστρα χαιρετιούνται.

Βουβό, τρανό το μούγκρισμα,

το κύμα αναπηδάει.

Ας είναι σαπιοκάραβο,

τη ρότα δεν αλλάζει.

 

 

                    Βόλος, Καλοκαίρι του 2001