Σφυρίζει ο γερο-τσέλιγκας στον πιστικό το δόλιο
π’ ολομερίς εγύριζε σε ρεματιές και ράχες,
για να βοσκήσ’ τα πρόβατα και τις πρατάρες γίδες,
να κατεβάσει το πουρνό τα πρόβατα στη στρούγκα,
γιατί οι άλλοι καρτερούν τα πρότα να κουρέψουν.
Κι ο πιστικός σαν άκουσε τα λόγια του αφέντη
αποβραδίς αρχίνισε να ροβολάει τα πρότα
στο κοντοδιάσελο από’κει, στο κάτω τους το γρέκι.
Και την αυγή, σαν έφεξε και ξύπνησε η πλάση,
τα σήκωσε, τα μάζεψε, κάτω τα σαλαγάει,
γιατί ο ήλιος σαν θα βγει κι η ζέστη αναδώσει
τα πρόβατα θα γκβαριαστούν, στη στρούγκα δε θα πάνε.
Κι αφού τα εκατέβασε και τα ’βαλε στη στρούγκα
όλοι τα χέρια σήκωσαν κρατώντας τα ποτήρια,
στο τσελιγκάτο ευχήθηκαν του χρόνου άλλα τόσα.
Κι ο τσέλιγκας με τη σειρά εσήκωσε κι εκείνος
την ασημένια κούπα του και δίνει τις ευχές του.
=Γεια σας ,παιδιά της στάνης μου, νά’χτε ό,τι ποθείτε
και με τ’ Θεού τ’ βοήθεια του χρόν’ να ξαναρθείτε=.
Τον πιστικό διέταξε να πιάσει το γκεσέμι,
τον καραμπάση το μακρύ, που σέρνει το κοπάδι
και να το φέρει πλάι του, αυτός να το κουρέψει,
να θυμηθεί τα νιάτα του και φούντες να του κάνει
και σαν γκεσέμι που ήτανε, του κοπαδιού στολίδι
πρέπει να έχει κούρεμα, απ’ τ’άλλα να χωρίζει.
Κι ευθύς με μιας εχούμηξαν οι άλλοι οι τσοπάνοι
κι άλλος τη βάκρα την ψηλή κι άλλος τη λάγια πιάνει.
Κι αρχίνισαν το κούρεμα, με περισσή σβελτάδα
και τα πουκάρια στοίβαζαν στην άκρη απ’ τη στρούγκα
-Καλά κουρέψτε τα, παιδιά, τα πρότα τα δικά μου,
γιατί σα βγούνε στ’ Άγραφα, στα έμορφα τα τόπια
με τα κοπάδια αλλονών εκεί θα παραβγούνε
και θα’ νει ντροπή στη στάνη μου,στ’ Καλλέ το τσελιγκάτο.
Κι εκείνοι εβαλθήκανε να τα κουρέψουν έτσι,
που νά ‘ναι το κοπάδι τους στολίδι στα άλλα μέσα,
σαν τύχαινε και σμίξουνε με άλλα τσελιγκάτα.
Στη βάκρα φούντες φκιάνουνε, φούντες στη λαγκωνάτη
και στη μηλιώρα τ’μπαρδαλή περιλαιμίδες φκιάνουν.
Φτιάξανε και στην κάλεσια, το δεύτερο συρτάρι,
φούντες τρανές στην πλάτη της και στα καπούλια άλλες
και στο λαιμό τής κρέμασαν κουδούνι Χαλκιδένιο,
για να τ’ ακούν τα πρόβατα κοντά της να πηγαίνουν.
Κι αφού τα τελειώσανε και στοίβαξαν πουκάρια
όλοι μαζί τους φύγανε, στου τσέλιγκα να πάνε,
να φάνε, να χορέψουνε, τον κούρο να γιορτάσουν.
Αθήνα, 3-7-1964 .