Απ’ το μισάνοιχτο το μάτι
πολύ πλανεύτρας μιας ζωής,
που το κορμί της λίκνιζε
προβάλλοντας τα κάλλη,
τον εαυτό του τον γροικά,
τον πρόλαβε στο δρόμο,
σαν οδοιπόρο από καιρό,
σε στράτα δίχως τέλος,
με απλωτά τα χέρια του
σε ζητιανιά δοσμένος.
Τα περασμένα στη ζωή
ολόγυμνα τα βλέπει,
από το χέρι τα ’πιασε,
τα κοίταξε στα μάτια.
Η Άνοιξη δεν έφτασε,
τα λούλουδα δεν ήρθαν,
μαράθηκαν τα όνειρα,
στα πέρατα σκορπίσαν,
χωρίς ποιμένα φροντισιά,
η βούληση απούσα.
Δεν άντεξε στο κοίταγμα,
στο πέρασμα του χρόνου,
που ήτανε κατάχαμα,
χυμένος μες στο δρόμο.
Από ψηλά το χέρι του
στο πρόσωπο το φέρνει.
Αναρριγεί το παρελθόν,
το σήμερα μπροστά του.
Έχει τα μάτια ανοιχτά,
ολόρθη η καρδιά του.
Βόλος,7-6-2012