Εγκατάλειψη (Σχολειό)

Πυρωμένη καρτεράει

η καρδιά του και ζητά

να χαϊδέψει, ν’ αγκαλιάσει,

να φωτίσει τα παιδιά.

 

Στην αυλή του σα βρεθούνε

πλημμυρίζει από χαρά,

μπαίνει μέσα στην ψυχή τους,

ξεδιπλώνει τα φτερά.

 

Τα κοιτάζει να πετούνε,

νά’ναι όλα χαρωπά

και τη γνώση να ζητούνε

στη δική του αγκαλιά.

 

Οι καιροί, για δες, περάσαν

κι αλλάξαν οι δομές.

Οι φτερούγες μαζευτήκαν,

λιγοστέψαν οι ψυχές.

 

Το παράπονο τρυπώνει

στης καρδιάς τη φυλλωσιά,

χαμηλώσανε τα γέλια

στης αυλής την απλωσιά.

 

Κι ένας γέρος στο πεζούλι

ακουμπάει και κοιτά……….

Δάκρυα  χύνουνε τα μάτια

και σπαράζει η καρδιά.