Στον ύπνο μου σε κάλεσα
σε γιορτινό τραπέζι
στρωμένο στα κατάμεσα
του δωματιού για σένα.
Κι ήρθες στην αγκάλη μου,
σαν πρωινή την αύρα,
σαν την ανάσα του βουνού
και της πλαγιάς τη χάρη,
σαν το τρεχάτο το νερό
πηγής της νερομάνας,
σαν του πουλιού το λάλημα,
που μπαίνει στην ψυχή σου
και σου λαφρώνει τον καημό,
σου παίρνει το μαράζι.
Αλαφρωμένη η ψυχή
απ’ τ’ απαλό το χάδι
λημέρι βρήκε, κούρνιασε
μες στη δική σου αγκάλη,
που ήταν πύρωμα χαράς,
απάνεμο λιμάνι.
Σε ξέφωτα του ύπνου μου
ανάλαφρα σε νιώθω
να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά,
σαν τη δροσιά να μοιάζεις,
να με γιομίζεις άρωμα
με άνοιξης αγκάλη.
Μα ’κει κοντά στο πρωινό,
στο γέλιο της ημέρας
με χίλιες λούστηκες ματιές
ολόχρυσες του ήλιου.
Ολόλαμπρο το σπιτικό,
η κάθε γωνιά αγάπη,
μου πλημμυρίζουν την καρδιά,
δε θέλω να ξυπνήσω.
Βόλο,21-3-2012