Βαθύ σκοτάδι και βουβό απλώνεται τριγύρω,
το χωριουδάκι σαν σκιά γροικιέται εκεί στο βάθος,
που τα πλατάνια σαν φρουροί κρατώντας τα σπαθιά τους
το ζώσανε ολόγυρα με τα πυκνά κλωνάρια.
Τρέχει νεράκι γάργαρο στα πόδια νεράϊδένιας,
που με τη ρόκα κάθεται στου πλάτανου τη ρίζα.
Με το’να χέρι στο μαλλί και τ’ άλλο στο αδράχτι
τραγούδι λέει θλιβερό, ξαλάφρωμα του πόνου.
Τα νυχτοπούλια πώκρωζαν περνώντας απ’ τα σπίτια,
τρυπώσανε και κούρνιασαν μες στο δασύ το φύλλο
αλαφιασμένα απ΄το πικρό της κόρης το τραγούδι.
Των σκύλων τα γαυγίσματα αραίωσαν στην ώρα
κι ακούστηκε χλιμίντρισμα στην ησυχιά της νύχτας,
σαν σπάσανε τον οβορό τα άλογα και φύγαν,
χωρίς να νιώσει ο βαλμάς μέσ΄στο βαθύ τον ύπνο.
Τρεμόσβησαν και στο χωριό τα ύστερα λυχνάρια
κι οι κοπελιές σηκώθηκαν κι αφήσαν το νυχτέρι.
Η πόλη πέρα αντικρύ κοιμήθηκε κ’ εκείνη
και κάπου- κάπου ένα τροχούμενο βογγάει στις κοδέλες,
σαν παίρνει τον ανήφορο, στο διάσελο να φτάσει.
Πόση γαλήνη κι ομορφιά, αλήθεια, πούχει η πλάση!..
Βόλος, 1-6-1978.